- γεροξούρας
- γεροξούρας, ο και γεροξούρης, ογέρος ξεμωραμένος, αδιάντροπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεροξούρας — ο (υβριστικά) ανόητος και αδιάντροπος γέρος … Dictionary of Greek
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek
σκατόγερος — ο, Ν τιποτένιος γέρος, γέρος κακού χαρακτήρα, παλιόγερος, γεροξούρας … Dictionary of Greek